ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ:
Συζητάμε σήμερα, αγαπητοί συνάδελφοι, ένα ιδιαίτερα σημαντικό
σχέδιο νόμου, ένα σχέδιο νόμου που αφορά εκατοντάδες, χιλιάδες
δημοσίους υπαλλήλους ή και συνταξιούχους του δημόσιου τομέα, ένα σχέδιο
νόμου που αντιμετωπίζει μια σειρά σοβαρών επιμέρους κλαδικών θεμάτων.
Θα ξεκινήσω, όμως, αποδεχόμενος την πάρα πολύ εύστοχη παρατήρηση
του συναδέλφου κ. Μπεγλίτη, ο οποίος είπε ότι η συζήτηση της
εισοδηματικής πολιτικής κάθε χρόνο -δυστυχώς- και επί σειρά ετών
γίνεται σε λάθος χρόνο. Στα μέσα δηλαδή του χρόνου που τρέχει, συζητάμε
για την εισοδηματική πολιτική αυτού του χρόνου που θα έχει αναδρομική
ισχύ από 1/1/2008. Είναι ένα ζήτημα πάρα πολύ σημαντικό, ένα ζήτημα
προγραμματισμού των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων, μια που
από αυτούς τους μισθούς και από αυτές τις συντάξεις ζουν. Άρα, καλό θα
ήταν να το αντιμετωπίσουμε θεσμικά και οι συζητήσεις για την
εισοδηματική πολιτική για τον επόμενο χρόνο να γίνονται στα τέλη του
προηγούμενου χρόνου, ενδεχόμενα μαζί με τον προϋπολογισμό.
Στο ερώτημα τώρα που θα μπορούσε πολύ εύστοχα και εύλογα να γίνει από
τον οποιοδήποτε συνάδελφο, δηλαδή στο ερώτημα τού αν είμαι
ικανοποιημένος από αυτά που προβλέπονται στο νομοσχέδιο, αν πιστεύω
δηλαδή ότι λύνονται τα προβλήματα των δημοσίων υπαλλήλων ή των
συνταξιούχων, σαφέστατα με το χέρι στην καρδιά και με ειλικρίνεια,
απαντώ ότι δεν είμαι ικανοποιημένος. Σαφέστατα, θα ήθελα πολύ
περισσότερα.
Ακούστηκαν προηγουμένως από διαφόρους συναδέλφους από τις
πτέρυγες της Βουλής προτάσεις για κατώτατη σύνταξη 1400 ευρώ, για
κατώτατο μισθό 1500 ευρώ και για αυξήσεις της τάξης του 8% ή 9% ή 10%,
δηλαδή νούμερα στα οποία εγώ θα έλεγα και κάτι παραπάνω. Θα έλεγα ότι
θα ήθελα οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, όλοι αυτοί που
πραγματικά προσέφεραν πάρα πολλά να αμείβονται ακόμα καλύτερα.
Το ερώτημα, όμως, είναι: Ποιες είναι οι δυνατότητες και ποιες
είναι οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας; Γιατί διαφορετικά, αν
μπαίνουμε στη λογική του «κάτι παραπάνω» και της «κολοκυθιάς», τότε
λυπάμαι, αγαπητοί συνάδελφοι, αλλά αυτό δεν είναι υπεύθυνη, σοβαρή και
ρεαλιστική πολιτική. Αυτό είναι λαϊκισμός. Και αυτό είναι κάτι που
χαρακτηρίζει τις κυβερνήσεις του χθες, τις κυβερνήσεις του παρελθόντος,
τις κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όταν υιοθετούσαν άκριτα τα οποιαδήποτε
αιτήματα -λογικά ή άλογα- όταν τα δεχόντουσαν, πολλές φορές τα
υλοποιούσαν, με αποτέλεσμα να έχουμε εκτροχιασμό των δημοσιονομικών
μεγεθών και να έχουμε τα προβλήματα που έχουμε.
Ενδεικτικά αναφέρω νούμερα που πολλές φορές έχουμε πει και τα
ξέρετε: Έλλειμμα που ξεπερνούσε το 3% και ήταν γύρω στο 8%, δημόσιο
χρέος που ήταν στο 109% του Α.Ε.Π., ανεργία 11,3%, δηλαδή μία σειρά
οικονομικών δεικτών πραγματικά σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Η διαφορά, λοιπόν, των κυβερνήσεων του χθες, των ανεύθυνων
πολιτικών, των πολιτικών του λαϊκισμού με τις κυβερνήσεις της ευθύνης,
της κοινωνικής σταθερότητας, με τις κυβερνήσεις που αγωνίζονται όχι
μόνο για το παρόν, αλλά και για το μέλλον του τόπου και για το μέλλον
των παιδιών μας, είναι η υπευθυνότητα.
Οι κυβερνήσεις της ευθύνης είναι αυτές που δεν υποκύπτουν στις
πιέσεις, δεν διστάζουν να συγκρουστούν όπου και όταν πρέπει και δεν
λογαριάζουν το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος. Οι κυβερνήσεις που προτιμούν
να είναι χρήσιμες στον τόπο παρά αρεστές, που θυσιάζουν το
μικροκομματικό κόστος για χάρη του συνολικού κοινωνικού οφέλους. Τέτοιο
κλασικό παράδειγμα κυβερνήσεων, υπεύθυνων κυβερνήσεων που
συναισθάνονται την κοινωνική τους ευθύνη και λειτουργούν με βάση αυτή
είναι οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή.
Έτσι, λοιπόν, οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή ξεκίνησαν από τα
βασικά και από τα θεμελιώδη. Νοικοκύρεψαν πρώτα-πρώτα την ελληνική
οικονομία πετυχαίνοντας μείωση του δημόσιου ελλείμματος, μείωση του
δημόσιου χρέους, μείωση της ανεργίας, βελτιώνοντας όλους τους δείκτες
της οικονομίας, εφαρμόζοντας αναπτυξιακές πολιτικές που οδήγησαν σε
υπερδιπλάσιους ρυθμούς αύξησης του Α.Ε.Π., σε σχέση με την Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Ήδη ο ρυθμός αύξησης του Α.Ε.Π. στην Ελλάδα κινείται γύρω στο 4%,
όταν ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα ξεπεράσει το 2%,
φέρνοντας νόμους, όπως είναι ο σοφός αναπτυξιακός νόμος 3299/2004, που
έδωσε ισχυρά κίνητρα σε παραγωγικές, αλλά και σε εμπορικές
επιχειρήσεις, σε παλαιές και σε νέες επιχειρήσεις, έτσι ώστε να υπάρξει
ανάπτυξη και να υπάρχουν κίνητρα για ανάπτυξη στον τόπο αυτό.
Κλασικό παράδειγμα επιτυχίας του συγκεκριμένου νόμου που τον
χαρακτήρισα «σοφό» είναι ότι έχουν εγκριθεί περισσότερα από τέσσερις
χιλιάδες επενδυτικά σχέδια με ύψος επενδύσεων πάνω από 10.000.000.000
ευρώ, μεταρρυθμίζοντας, επειδή χρειαζόταν να γίνει αυτό το ασφαλιστικό
σύστημα. Γιατί, όπως σας είπα εμείς δεν λογαριάζουμε το πρόσκαιρο
μικροκομματικό κόστος, αλλά κοιτάμε να εξυπηρετήσουμε το μέλλον και τις
γενιές που έρχονται. Όλα αυτά σε ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον.
Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου -ενδεικτικά αναφέρω μόνο δυο-τρία
πράγματα- η τιμή του πετρελαίου το βαρέλι το 2004 ήταν 26 δολάρια και
σήμερα έχει ξεπεράσει τα 135 δολάρια, όταν τα επιτόκια διεθνώς
ανηφορίζουν, όταν οι τιμές των σιτηρών και των δημητριακών έχουν
υπερδιπλασιαστεί.
Παρ' όλα αυτά και παρά τις άσχημες οικονομικές διεθνώς συγκυρίες,
η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή κάνει αυτό που μπορεί να κάνει. Δείχνει
εμπράκτως ποιες είναι οι δυνατότητες και η πρόθεσή της απέναντι στους
δημοσίους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους. Προσπαθεί να κάνει το
καλύτερο.
Έτσι, λοιπόν, οι συντάξεις αυξάνουν κατά 5% το 2008 σε δύο δόσεις
-3% από 1.1.2008 και 2% από 1.10.2008- ενώ οι μισθοί των δημοσίων
υπαλλήλων αυξάνουν κατά 4,5%, επίσης, σε δύο δόσεις -2,5% από 1.1.2008
αναδρομικά και 2% από 1.10.2008. Πρόκειται για αυξήσεις που, προφανώς,
καλύπτουν τον πληθωρισμό που θυμίζω ότι το 2007 έκλεισε γύρω στο 3%,
ενώ για το 2008 εκτιμάται ότι θα είναι γύρω στο 3,5%.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω κάτι: Για μας, για την
Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ήταν, είναι και παραμένει πάγιος
στόχος, -αμετακίνητος στόχος που προσπαθούμε να υλοποιήσουμε- η
δημιουργία ενός νέου μισθολογίου για τους δημοσίους υπαλλήλους. Αυτό
δεν το ξεχνάμε. Όμως, σε αυτήν τη μεταβατική φάση, έως ότου ολοκληρωθεί
η διαδικασία για το νέο μισθολόγιο, προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο
δυνατό για τους δημοσίου υπαλλήλους.
Ενσωματώνοντας έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση το κίνητρο απόδοσης
από 1.1.2008 κατά 1/3 στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων κατά 1/3 το
2009 και κατά 1/3 το 2010, κάτι που πρακτικά σημαίνει διεύρυνση του
ποσού υπολογισμού των συντάξεων και άρα μεγαλύτερη βάση για τις
αυξήσεις της εισοδηματικής πολιτικής.
Επίσης, πρέπει στις αυξήσεις που από φέτος θα γίνουν
πραγματικότητα σε σχέση με την εισοδηματική πολιτική των δημοσίων
υπαλλήλων και τους συνταξιούχους να συνυπολογίσουμε την αύξηση κατά
1,13%, λόγω ωρίμανσης μισθών, δηλαδή μισθολογικών προαγωγών, αλλαγή
μισθολογικών κλιμακίων κ.λπ.
Εν κατακλείδι, θέλω να πω ότι αν συνυπολογίσουμε την εισοδηματική
πολιτική για το 2008, που είναι της τάξης του 4,5%, την ενσωμάτωση του
1/3 του κινήτρου απόδοσης, την ωρίμανση των μισθών που υπολογίζεται στο
1,13%, έχουμε μία μεσοσταθμική αύξηση 9,2% στον κατώτατο βασικό μισθό
των δημοσίων υπαλλήλων, που μας επιτρέπει να ισχυριστούμε -και το λέω
μετά λόγου γνώσεως- ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είμαστε οι πρωταθλητές σε
ό,τι αφορά την εισοδηματική πολιτική.
Και βεβαίως, ξεκαθαρίζω ότι δεν λέμε πως φθάσαμε τους άλλους
Ευρωπαίους στους μισθούς και στις συντάξεις. Δεν λέμε ότι δεν υπάρχει
ακρίβεια και προβλήματα. Όμως, ισχυριζόμαστε ότι συνεχώς μειώνουμε τη
διαφορά που μας χωρίζει σε σχέση με τους υπόλοιπους δημοσίους
υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα σταθώ επιγραμματικά μόνο σε τρία άρθρα:
Πρώτα-πρώτα, σε σχέση με το άρθρο 3, που διέπει τα του «οίκου μας»,
τα των Βουλευτών. Θεωρώ ότι είναι πολύ θετική -και αυτό πρέπει να
επισημανθεί- η αλλαγή που επέρχεται στον υπολογισμό των συντάξεων των
Βουλευτών, δηλαδή από τέσσερα, σε οκτώ χρόνια. Είναι πάρα πολύ
σημαντική αλλαγή, γιατί αποδεικνύει στο κοινωνικό σύνολο ότι οι
Βουλευτές αντιλαμβάνονται την κοινωνική ευθύνη που τους αναλογεί και
στα πλαίσια της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ανταποκρίνονται στο αίτημα
αυτό.
Υπάρχει, όμως, ένα συγκεκριμένο ζήτημα που είχε λυθεί, αλλά
ξαναδημιουργήθηκε το πρόβλημα, ότι δηλαδή σε σχέση με μία κατηγορία
Βουλευτών που πριν από την εκλογή τους ως Βουλευτές ήταν δημόσιοι
υπάλληλοι ξαναγυρίζουμε στα παλιά και δεν λύνεται το πρόβλημα.
Θα έπρεπε, λοιπόν, να υπάρξει καλύτερη αντιμετώπιση σε σχέση με
την κατηγορία αυτή των Βουλευτών που ήταν πρώην δημόσιοι υπάλληλοι
γιατί δεν λύνεται ουσιαστικά το πρόβλημά τους.
Ένα δεύτερο ζήτημα υπάρχει στο άρθρο 4, που αναφέρεται σε θέματα πολεμικών συνταξιούχων και αναπήρων ειρηνικής περιόδου.
Υπάρχουν, επίσης, το άρθρο 1, το άρθρο 2 και το άρθρο 3. Σε σχέση
με τα άρθρα 1 και 2, λόγω δημοκρατικής ευαισθησίας, δημοκρατικότατης
ανοχής και ανθρωπιστικής ανοχής, να πω ότι με πολύ βαριά καρδιά θα το
ψηφίσω. Όμως, κάποτε πρέπει να μάθουμε ότι πληγές που χώρισαν στο
παρελθόν τον ελληνικό λαό κάποτε θα πρέπει να κλείνουν. Θα πρέπει ο
«δημοκρατικός στρατός» κάποτε να σκεφθούμε ποιος ήταν και τι έκανε στη
χώρα. Έτσι; Να σταματήσουμε να ξύνουμε παλιές πληγές που όλοι μας
προσπαθούμε να ξεπεράσουμε.
Σε σχέση με την παράγραφο 3 του άρθρου 4, θεωρώ ότι είναι ζήτημα
ηθικής δικαίωσης για τους αγωνιστές της Κύπρου, των γεγονότων του 1964,
των γεγονότων του 1967, των γεγονότων του 1974. Να τους αποκαταστήσουμε
και να δώσουμε αυτά που εδώ και πολλά χρόνια έπρεπε να έχουμε δώσει.
Είναι ντροπή μας που καθυστερήσαμε τόσα χρόνια. Πάντως, «κάλλιο αργά
παρά ποτέ».
Σε σχέση με το άρθρο 8, είναι ένα άρθρο πολύ σημαντικό που
ικανοποιεί, δίνοντας συγκεκριμένο επίδομα σε υπαλλήλους του Ο.Τ.Α., που
κάνουν συγκεκριμένες και πολύ δύσκολες εργασίες, όπως προσωπικό
καθαριότητας, εξωτερικών χώρων, αφοδευτηρίων, οδηγούς απορριμματοφόρων
κ.λπ..
Κλείνοντας, να πω ότι το νομοσχέδιο είναι ιδιαίτερα θετικό. Είναι
ένα νομοσχέδιο που στα πλαίσια των δυνατοτήτων, των αντοχών και της
ελληνικής οικονομίας και βέβαια, πάντοτε με κοινωνική ευθύνη, που είναι
χαρακτηριστικό των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή, δίνει τις καλύτερες
λύσεις που μπορεί να δώσει σε σχέση με την εισοδηματική πολιτική για
τις αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και στις συντάξεις
επίσης των δημοσίων υπαλλήλων.
Ευχαριστώ πολύ.